γρέκι

γρέκι
τό
1) загон (для скота); 2) лагерь, стойбище, стоянка; 3) дом, жилище, жильё; 4) шалаш; временная постройка; 5) место пребывания, место жительства

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γρέκι" в других словарях:

  • γρέκι — και γραίκι και γκρέκι, το 1. πρόχειρο περίφραγμα από θάμνους και κλάδους όπου σταυλίζονται τα αιγοπρόβατα 2. καταυλισμός ανθρώπων 3. κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eğrek «χαντάκι»] …   Dictionary of Greek

  • γρεκιάζω — [γρέκι] 1. κλείνω το κοπάδι στο γρέκι 2. διανυκτερεύω στο γρέκι 3. διανυκτερεύω …   Dictionary of Greek

  • γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) …   Dictionary of Greek

  • γραίκι — το βλ. γρέκι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»